χειριστήρας

χειριστήρας
ο, Ν
το χειριστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρίζω / -ομαι + κατάλ. -τήρ(ας)*. Η λ., στον λόγιο τ. χειριστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειριστήρας — ο όργανο με το οποίο χειρίζεται κανείς κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”